- συνεργάζεται
- συνεργάζομαιwork withpres ind mp 3rd sgσυνεργάζομαιwork withpres ind mp 3rd sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
Πρωτοπαπαδάκης — Επώνυμο Ελλήνων πολιτικών. 1. Αριστείδης (Αθήνα 1903 – 1966). Έλληνας πολιτικός. Γιος του Πέτρου, σπούδασε (1921 29) ναυπηγός στο Βερολίνο και πολιτεύτηκε πρώτη φορά το 1932. Εξελέγη 13 φορές βουλευτής, χρημάτισε επανειλημμένα υπουργός (1935 61)… … Dictionary of Greek
Constantine Andreou — This article is about the painter and sculptor. For the musician, see Costas Andreou. Constantine Andreou Born March 24, 1917 São Paulo, Brazil … Wikipedia
Nikos Nikolaou — Nikos Nokolaou Born 1909 Hydra, Greece Died 1986 Athens, Greece Nationality Greek Field … Wikipedia
ανιμισμός — Θεωρία που αποδίδει όλα τα φυσικά φαινόμενα σε μια πνευματική δύναμη ή ψυχή (από το λατινικό anima)ξεχωριστή από την ύλη. Στη βιολογία και στην ψυχολογία, o α. βασίζεται στην πεποίθηση ότι η ψυχή είναι άυλο στοιχείο, που συνεργάζεται με το σώμα… … Dictionary of Greek
βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… … Dictionary of Greek
δημαρχιακός — ή, ό 1. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στη δημαρχία ή στον δήμαρχο (α. «δημαρχιακές εκλογές» εκλογές για την ανάδειξη δημάρχου και δημοτικού συμβουλίου β. «δημαρχιακός πάρεδρος» βοηθός και αναπληρωτής τού δημάρχου γ. «δημαρχιακή επιτροπή» επιτροπή… … Dictionary of Greek
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek
είδηση — Σύντομο κείμενο που παρέχει πληροφορίες για ένα γεγονός. Περιέχει τρία στοιχεία: ένα συμβάν, ένα ρεπορτάζ (που μπορεί να μεταφέρει τη γνώση για το συμβάν) και ένα ακροατήριο (αναγνώστες, ακροατές ή θεατές), στο οποίο προσφέρεται το ρεπορτάζ μέσω… … Dictionary of Greek